ἐπάμεριος

ἐπάμεριος
ἐφᾱμερος, -ιος; ἐπᾱμερος, -ιος (v. Forssman, 11ff., Fränkel, W & F, 23ff.)
a adj.
I by day

καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

II daily, i. e. of the day, day by day

τερπνὸν ἐφάμερον διώκων I. 7.40

b subs., creature of a day, mortal ἐπάμεροι (sc. εἰσὶν ἄνθρωποι) P. 8.95 ὦ τάλας ἐφάμερε (Hermann: ἐφήμερε codd.: Silenos speaks to Olympos) fr. 157. ὦ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επαμέριος — ἐπαμέριος, ον (Α) βλ. επάμερος …   Dictionary of Greek

  • επάμερος — ἐπάμερος, ον και ἐπαμέριος, ον (Α) δωρ. και αιολ. τ. αντί εφήμερος πρόσκαιρος («ἐπάμεροι τί δέ τις; τί δ οὔ τις; σκιᾱς ὄναρ ἄνθρωπος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμέρα, δωρ. τ. τού ημέρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”